Τρίτη 11 Μαΐου 2010














Ψηλορείτης



Μια κόρη κορασώθηκε στο πόλεμο να πάει
Και σφιχτανακουμπώνεται και βγαίνει στ' άλογο τση
Δίδει βιτσά του μαύρου τση, στον κάμπο κατεβαίνει
Χίλιους κόβει στον εμπασμό, στο έβγα δυό χιλιάδες
Και στο καλό τσι γυρισμό μήδ' το μήδ' εφάνει



Σαρακηνός τηνε θωρεί από το ημεροβίγλι:
"Γυναίκας είν' ο πόλεμος και στσι, άντρες χόχλους κάνει
γυναίκας είν' ο πόλεμος κι άντρες μη φοβηθείτε"



Δίδει βιτσά του μαύρου τση στο Ψηλορείτη πάει :
"Αγιε Ψηλορείτη μου, χώσε με των κουρσάρω
να φέρ' οκάδες το κερί και με τ' ασκιά το λάδι
με τα καραβοκάτεργα τ'αρσενικό λιβάνι".



Το μάρμαρο αναφούσκωσε και μπήκεν από κάτω,
Όντε την ώρα κυνηγιά έφταξαν οι κουρσάροι:
"Αγιε μου Ψηλορείτη μου δείξε μας το κοράσο
το έμπα κάνομε χρυσό το έβγα σου ασημένιο
κι απάνω στο καμπαναριό, ασήμι κουκλωμένο"



Και με τ' αχείλι του έλεγε: "Δεν είδα εγώ κοράσο"
Και με το χέρι του έδειχνε στο μάρμαρο από κάτω .
Το μάρμαρο αναφούσκωσε κι εβγήκεν από κάτω
Κι εγύρισεν ανατολικά και διπλοκαταράται:



"Αγιε Ψηλορείτη μου και να γοργοχαλάσεις
το έμπα σου το έβγα σου, σταλίστρα των προβάτων
κι απάνω στο καμπαναριό η κοίτη των κοράκω..."


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου