ΚΡΗΤΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ

1.Γριά: Α πολύ ωραία χορεύεις γέρο!
Γέρος: Α σε παρακαλώ, δεν είμαι γέρος. Απλώς είμαι πολλών χρονών!
Γέρος: Γριά, θες καρύδια με μέλι να σε κεράσω ή ένα νέο σαν και μένα;
Γριά: Έχω εγώ, ρε φίλε, δόντια για καρύδια;!

2.Ένας χωριάτης μπαίνει για πρώτη φορά στη μεγαλοπρεπή Εκκλησία του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο και βλέποντας τις ωραίες εικόνες, κάνει το σταυρό του και μονολογεί με θαυμασμό:
Αυτές είναι οι εικόνες, όϊ τα μαϊμούνια που χουμε μεις στο χωριό μας!

3.Στις δημόσιες τουαλέτες Ηρακλείου Κρήτης ένας ηλικιωμένος κύριος ουρεί και κάπου-κάπου του φεύγει και κανένας σιγανός έως υπόκωφος αερισμός. Ακούγοντας τον από δίπλα ένας μηχανόβιος του λέει:
Σύντεκνε, μάρσαρε για θα σβήσεις!

4.Ένας τύπος με μία μηχανή χιλίων κυβικών τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο δρόμο Δικταίου ντρου - Τζερμιάδου Λασιθίου. Όταν περνά στο χωριό Αβρακόντε, βλέποντάς τον να τρέχει έτσι ο Αδαμαράς, σηκώνει το χέρι του και του φωνάζει:
Ρε φίλε, σταμάτα ένα λεπτό να σου πω.
Σταματά ο άλλος και ο Αδαμαράς του λέει:
_Εκεί που πας, ρε φίλε (εννοούσε στο κάτω κόσμο λόγο ταχύτητας), πες χαιρετισμούς στη μάνα μου!
Ε και έτσι έγινε πιο κάτω!

5.Ένας τύπος με μία μηχανή χιλίων κυβικών τρέχει στη λεωφόρο Ηρακλείου Αγ. Νικολάου φωνάζοντας συνέχεια: Κιχ! Κιχ! Κιχ! Οι φίλοι του βλέποντάς τον να περνά με 200 χιλιόμετρα, τον ρωτούν γιατί κάνει έτσι. Κι αυτός απαντά : Να, γιατί την προηγούμενη εβδομάδα, ο Πέτρος με μια ίδια μηχανή σκοτώθηκε και δεν πρόλαβε να πει ούτε κιχ.

6._Μανώλη, είναι καιρός να παντρευτείς. Σκέφτηκα τη Κατερινιώ του Καπετάν Αντρέα, θες να κάνω τίποτα;
_Δεν τη θέλω, πατέρα, είναι σαν αγελάδα.
Ε πάρε τότε την Κατερίνα του Σήφη, τη συμμαθήτρια σου.
_Δεν τη θέλω, είναι σα γουρούνα.
_Ε τότε ποια θες, ρε Μανώλη;
_Θέλω το Μηνά, του γείτονά μας.
Ποιον, ρε βλάκα;! Αυτό τον κομουνιστή!;

7.Ο Μανώλης είχε τη συνήθεια να πηγαίνει το καλοκαίρι σε ένα αμπέλι που βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το σπίτι του και να κάνει την ανάγκη του (το νερό του) κάτω από μια κρεβατίνα τσιμπολογόντας ταυτόχρονα τα σταφύλια. Κάποια μέρα εκεί που έκανε αυτό πάει και κάθεται μια μέλισσα πάνω στο πουλί του. Βλέποντά την ο Μανώλης χαμογελά και της λέει πειρακτικά:
_Μωρέ μπράβο λουλούδι που βρήκες να κάτσεις;!
Και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση, επειδή κουνήθηκε, η μέλισσα φοβισμένη του κεντρίζει το πουλί και φεύγει. Σε λίγο πρήζεται το πουλί του Μανωλη και κείνος σφαδάζει από τους πόνους και βάζει τις φωνές. Ακούγοντάς αυτό η γυναίκα του, τρέχει και τον παίρνει και πάνε πιο κάτω σε ένα εκκλησάκι. Εκεί βάζει το δάκτυλό της στο λάδι ενός καντηλιού και μετά αρχίζει να αλείφει σταυρωτά το πουλί του συζύγου της και λέγοντας ταυτόχρονα τρεις φορές:
Στο όνομα του Θεού και της Παναγίας, πάρ του, θεέ μου, τους πόνους και άφησέ του το πρήξιμο!
_Στο όνομα του Θεού και της Παναγίας, πάρ του, θεέ μου, τους πόνους και άφησέ του το πρήξιμο!
Στο όνομα του Θεού και της Παναγίας, πάρ του, θεέ μου, τους πόνους και άφησέ του το πρήξιμο!


8.Κάποιος κρητικός, επειδή δε βρίσκει τουαλέτα στην παραλία, ουρεί στη θάλασσα. Βλέποντάς τον ένας αστυνομικός του λέει:
_Επ, κύριος, απαγορεύεται να ουρείτε στη θάλασσα.
Και κείνος του απαντά:
_Γιάντα (γιατί), ρε σύντεκνε, φοβάσαι να μη ξεχειλίσει η θάλασσα;

9.Ο Τζιράκης, ένας λεβεντόγερος από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου Κρήτης γυρνά από το γιατρό και η γυναίκα του τον ρωτά με έντονη περιέργεια:
_Τι σου είπε, άντρα μου, ο γιατρός;
_Να, μου είπε να κόψω το τσιγάρο.
_Είδες που στο είχα πει, τι άλλο σου είπε;
_Μου είπε να αποφεύγω το αλάτι.
_Είδες που στο είχα πει κι αυτό, τι άλλο σου είπε;
-Μου είπε να μην κοιμούμαστε μαζί γι αρκετό καιρό, της απαντά αυτός εκνευρισμένος.
Και αυτή με ήρεμο τρόπο: Ε, μη νομίζεις ότι τα ξέρουν κι όλα οι γιατροί!

10.Από πού έρχεσαι, σύντεκνε Τζιράκη;
_Από το Τζερμιάδων ( Πρωτεύουσα του Λασιθίου), σύντεκνε Φουκαράκη).
_Και ίντα (τι) έκανες εκεί;
_Δικαστήριο είχα.
_Και πως πήγε η δίκη;
_στα, σύντεκνε, για ένα μέτρο σκοινί έφαγα 10μέρες φυλακή και 100.000δρ πρόστιμο!
_Μα σοβαρά; Μπρε για ένα μέτρο σκοινί;
_Ναι, μα την Παναγία, μόνο που, να είχε και μια αγελάδα στην άκρη!

11.Ο Μ. Φανουριάκης από το χωριό Α. Γεώργιος Λασιθίου Κρήτης κάθεται κάτω από τον ίσκιο της μηλιάς και ενώ έχει πάει μεσημέρι δεν λέει να σηκωθεί και να δουλέψει. Βλέποντας αυτό η γυναίκα του σε κάποια στιγμή του λέει νευριασμένα:
_Σήκω επιτέλους, ρε Μανώλη, να σκαλίσουμε τις πατάτες. Μα στο Θεό σου, αν δει κάποιος ότι εγώ δουλεύω και συ κάθεσαι, τι θα πει;
Και κείνος της απαντά νευριασμένα και με καπετανίστικο ύφος:
_Ε Θα πει «Να επιτέλους και ένας άντρας που κάνει κουμάντο τη γυναίκα του!»

12.Μια στιγμή κάποιος γυρνάει και δίνει σε κάποιον άλλον που έκανε το μάγκα ένα χαστούκι, μα τι χαστούκι. Και αυτός (ο μάγκας) που το έφαγε γυρνά και λέει στον άλλο με σοβαρό ύφος:
_Δεν μου λες , ρε φίλε, στα αλήθεια μου έδωσες το χαστούκι ή στα ψέματα;
_Στ αλήθεια, ρε, γιατί; Tου απαντά ο άλλος.
Και ο μάγκας με σοβαρό ύφος: Νόμισα ότι το έκανες στα αστεία και εγώ τέτοια αστεία δεν τα σηκώνω!

13.Μπαίνει ένα μάγκας μέσα στο καφενείο και λέει στο καφετζή:
_Ρε καφετζή, βάλε μια ρακή, δεν πληρώνω τίποτε και δεν φοβούμαι και κανένα.
Την άλλη μέρα κάνει το ίδιο και την άλλη και την άλλη. Σε κάποια στιγμή ο καφετζής φέρνει ένα φουσκωτό και περίμενε να έρθει ο μάγκας, για να του ζητήσει εξηγήσεις. Μόλις έρχεται ο μάγκας λέει στον καφετζή τη γνωστή φράση και ο φουσκωτός του λέει:
_Τι είπες, ρε μάγκα;
Και ο μάγκας:
_Είπα, ρε καφετζή, βάλε δυο ρακές, δεν πληρώνουμε τίποτε και δεν φοβούμαστε και κανένα! Καλώς;

14.Ο Τζιράκης τρώει με βουλιμία το καταπληκτικό κρητικό τυρί που έχουν βάλει μπροστά του, για να σερβιριστεί η παρέα και η σπιτονοικοκυρά τον κοιτάξει με έκπληξη και σκεφτόμενη ότι θα το φάει όλο. Βλέποντας αυτό ο Τζιράκης για να δικαιολογηθεί για τη βουλιμία του της λέει:
Ωραίο, κουμπάρα, το τυρί σου!
_Μα έχει ακριβύνει, του απαντά αυτή, μήπως καταλάβει και σταματήσει.
_Μα το αξίζει, συμπληρώνει, απτόητα, αυτός!

15.Μόλις μπαίνει ο νέος αστυνομικός στο χωριό Τζερμιάδο της Κρήτης βλέπει σε πολλά μέρη κύκλους σκοποβολής με κιμωλία και στο κέντρο τρύπα από σφαίρα και μονολογεί με τρεμάμενο ύφος:
_Πώ πώ, εδώ είναι όχι Τέξας, αλλά διαβόλου χωριό. Να δω τι θα κάνω μ αυτούς. Καλέ, όλες οι σφαίρες στο κέντρο!»
Στη συνέχεια πάει σε ένα καφενείο και λέει του καφετζή.
_Δε μου λες, ρε καφετζή, αυτές τις πιστολιές στο κέντρο του κύκλου που είναι γεμάτο το χωριό, ποιοι τις κάνουν;
_Ο Σήφης. Να αυτός εκεί στη γωνία που πίνει ρακί.
Τότε ο αστυνομικός απευθύνεται παρακαλετά και με τρεμάμενη φωνή στο Σήφη:
_Φίλε Σήφη, για έλα δω.
Ίντα θες, καπετάνιο; Σακούω κι από δω.
_Κοίταξε, σου δίνω το λόγο μου ότι όχι μόνο δεν θα σε γράψω για τις πιστολιές στους δρόμους και για την παράνομη, ίσως, οπλοφορία, αλλά θα σου δώσω και δώρο ένα καλάσνικοφ, αν μου πεις το μυστικό που ρίχνεις τις μπιστολιές στο κέντρο του στόχου;
Και κείνος με σοβαρό ύφος του απαντά:
_Να, κατετάνιο, ρίχνω πρώτα τη σφαίρα και μετά φτιάχνω τους κύκλους!

16.Κάποιος ορεσίβιος Ανωγειανός που κατέβηκε για πρώτη φορά στο Ηράκλειο βλέπει για πρώτη φορά μπακαλιάρο αλμυρισμένο σε ένα μπακάλικο και ρωτά τον μπακάλη τι είναι και κείνος του απαντά:
_Αυτό, φίλε, είναι κάτι που γίνεται θεσπέσιο φαγητό, αν ξέρεις τη συνταγή να το μαγειρέψεις. Πάρ το στο συνιστώ.
_Ωραία, επειδή δεν έχω φάει ποτέ μου τέτοιο πράγμα, δώσε μου ένα κομμάτι και γράψε μου σε ένα χαρτί τη συνταγή, του απαντά ο ορεσίβιος.
Παίρνοντας τη συνταγή γραμμένη σε ένα χαρτί ο βοσκός και τον μπακαλιάρο επιστρέφει στο χωριό. Εκεί όμως ένας γάτος σε κάποια στιγμή βουτά τον μπακαλιάρο και τρέχει να κρυφτεί κάπου, για να το φάει. Βλέποντάς τον ο χωριάτης του λέει με ηρεμία και στωικό ύφος:
_Ρε βλάκα, που τρέχεις, αφού σε λίγο θα ξανάρθεις. Στην τσέπη μου έχω τη συνταγή!

17.Κάποιος ορεσίβιος κρητικός που κατέβηκε για πρώτη φορά στο Ηράκλειο βλέπει πάνω στη θάλασσα τις βάρκες και τα πλοία να αρμενίζουν και να πλέουν όμορφα και ωραία και μονολογεί:
_Ρε, επαέ ( εδώ στη θάλασσα) είναι μαλακά και θα κάνει ωραία θεσούρα (ωραίο κρεβάτι) για να κοιμηθεί κανείς. Το βράδυ, αντί να πληρώσω ξενοδοχείο, θα έρθω εδώ να κοιμηθώ.
Πράγματι το βράδυ έρχεται, αφήνει την μπαστούνα του κατά γης και όμορφα όμορφα και πέφτει επάνω στη θάλασσα για ύπνο, λες και ξάπλωνε σε κρεβάτι του Χίλτον. Ωστόσο αντί να πλέει, όπως οι βάρκες, τσούφ πάει στον πάτο. Ευτυχώς εκεί η θάλασσα δεν ήταν βαθιά και κατορθώνει και βγαίνει έξω. Μόλις βγαίνει έξω πιάνει την μπαστούνα και αρχίζει να δέρνει τη θάλασσα με μανία λέγοντας:
_Να.. να.., ανάθεμα σε για θάλασσα, που σηκώνεις ολόκληρα καράβια και ένα Ανωγειανό δεν σηκώνεις! Να! Να!..


18.Κάποιος Ανωγειανός ταξιδεύει με λεωφορείο για το Ηράκλειο. Σε κάποια στιγμή λέει του οδηγού:
_Οδηγέ, σταμάτα σε παρακαλώ, μα ίδια εδά (μα αμέσως)Ο οδηγός σταματά και ο Ανωγειανός ανοίγει το παράθυρο, βγάζει το χέρι του έξω και αμολάει ένα ψύλλο που λίγο πριν είχε πιάσει επάνω και του λέει:
Αφού δεν ήθελες να πας ήσυχα με το λεωφορείο στη Χώρα (Ηράκλειο), πήγαινε τώρα με τα πόδια!

19.Κάποιος ορεσίβιος κρητικός που κατέβηκε για πρώτη φορά στο Ηράκλειο βλέπει ένα μπακάλικο να πουλά αλάτι και ρωτά τον μπακάλη για το πως κατασκευάζεται και κείνος του απαντά χάριν αστειότητας:
_Αυτό, φίλε, είναι κάτι που φυτεύεται. Παίρνεις από εκείνο το χοντρό αλάτι που βλέπει εκεί, το φυτεύεις και μετά που θα φυτρώσει, μαζεύεις τους καρπούς του και τους αλέθεις κ.τ.λ., όπως και το στάρι με το αλεύρι!
_Α ωραία, του απαντά ο χωριάτης. Βάλε μου ένα κιλό χοντρό να το φυτέψω.
Παίρνοντας το χοντρό αλάτι ο χωριάτης πάει στο χωριό και το φυτεύει. Μετά από μερικές μέρες πάει να δει αν φύτρωσε και μετά λύπης του βλέπει ότι όχι μόνο δεν φύτρωσε τίποτα, αλλά και το χωράφι είχε γεμίσει ακρίδες. Νομίζοντας ότι το αλάτι φύτρωσε και το έφαγαν οι ακρίδες επιστρέφει στο χωριό, παίρνει το δίκαννο (το κυνηγετικό όπλο) και το σύντεκνό του να πάνε να σκοτώσουν τις ακρίδες. Και εκεί που πυροβολούσαν τις ακρίδες κάθεται μια στο γιλέκο του σύντεκνου. Βλέποντά την εκείνος γυρνά και λέει του άλλου:
Σύντεκνε, εδώ, επάνω μου είναι μια, βάρα την μα πρόσεξε το γιλέκο!

20.Ένας Λασιθιώτης Αβρακοδιανός μπαίνει κατά λάθος σε ένα μαγαζί που πουλούσε γεωργικά είδη και ρωτά αν πουλούνε βελόνες που ράβουν οι γυναίκες τα ρούχα και ο μαγαζάτορας του απαντά νευριασμένα και προσβλητικά:
_Ακόμη, σύντεκνε, δεν τις αλωνέψαμε!
Και ο Αβρακοδιανός ανταποδίδοντας:
_ Κρίμα τα βόδια να ξαργούνε! (κρίμα τα βόδια να έχουνε ρεπό!)