ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΕΣ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ



αθιβολή = λόγος, μνεία, αναφορά στα περασμένα
ανάρια-ανάρια = αχνά, μόλις που
αντιμένω = περιμένω
βερτζί = ρόδινο
δοξεύγω = τοξεύω
έτοιας λοής = μ' αυτόν τον τρόπο
ζάλο = βήμα, βηματισμός
ήντα = τι
καθάριος = καθαρός
κρυγιός = κρύος
μάισσα = μάγισσα
μαλιά = ένοπλη σύγκρουση
μικιό = μικρό
νέφαλο = σύννεφο
νιος = νέος
ντουχιουντισμένος = αυτός που βρίσκεται σε περισυλλογή
ξόμπλι = στολίδι
οντάς = εσωτερικός υπερυψωμένος χώρος ξύλινης κατασκευής που επικοινωνεί με σκάλα με το κυρίως δωμάτιο
όντεν = όταν
οφτό = κρέας ψημένο στη φωτιά
παλέτι = δισκοειδής πέτρα με την οποία παιζόταν το παιχνίδι παλέτια ή ομάδες
προβαίνω = παρουσιάζομαι
σιργουλευτά = με καλοπιάσματα, με όμορφο τρόπο
τσικουδιά = ρακί, κρητικό ποτό
χαϊνης = αντάρτης, φυγόδικος αλλά για επαναστατικούς λόγους (στη σύγχρονη Κρήτη σημαίνει χαμένο κορμί)
χαράκι = βράχος
χουρχούδα = βιβλίο
ώριος = ωραίος







1. Από Aetossss στις 26/8/2003 23:03

Η λέξη
Σημαίνει

αβαρεσά
τεμπελιά, οκνηρία

αβατζέρνω
πλεονάζω, περισσεύω

αβιζέρνω
εφιστώ τη προσοχή καποιου, ειδοποιώ

αβοθρακός
βάτραχος

αγαλιανά
σιγά-σιγά

αγαπητερά
με αγάπη, με στοργή, συμπαθητικά

αγαπητερός
αυτός που με την συμπεριφορά του γίνεται αγαπητός

αγαστεροπιάνω
αναπτύσσομαι ομαλά

αγγελοσκιάζομαι
σκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνήματα του θανάτου μου

άγγουρος
νεαρός, νέος

αγγουροφαίνεται
μου κακοφαίνεται

αγγριγιεύω
γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω

αγιάερτος
αγύριστος, δεν έχει γυρίσει ακόμα

αγιάζω
καλημερίζω

αγίδα
συμπαράσταση, ενίσχυση

αγκαλέ
αγκαλιά

αγκαλιδέ
ότι χωράει μια αγκαλιά

αγκανάδος
αγανακτισμένος, οργισμένος, άκεφος

αγκανάρηση
αγανάκτηση, εξόργιση

αγκανίζω
γκαρίζω, φωνάζω δυνατά

αγκίνιαστος
άθικτος, αχρησιμοποίητος

αγοϊζω
παρεκτρέπομαι, οργιάζω

αγριμοπόδαρος
αυτός μου έχει πόδια γρήγορα και δυνατά όπως το αγρίμι

αγριοξανοίγω
αγριοκοιτάζω

αγρουλιά
η άγρια ελιά που δεν έχει εμβολιασθεί

αδέλοιπος
αποδέλοιπος, υπόλοιπος

αδιαρίζομαι
σπεύδω , επείγομαι

αδιάρμιστος
ακατάστατος , αταχτοποίητος

αδιαφόρετος
ο μάταιος , ο ανωφελής

αδικοθανατίζω
βρίσκω κακό και άδικο θάνατο

αδυναμίζω
χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι σωματικά

αερινίζει
αρχίζει να πνέει δροσερός αέρας

άζουδος
άτυχος, κακότυχος

αθάλη
θερμή στάχτη

άθαφος
άταφος

αθιβολή
κουβέντα, συζήτηση

αθός
ανθός

άθος
στάχτη

αθρακοβόλη
στάχτη με αναμμένα κάρβουνα

αίγα
η γίδα

αϊπλίκι
ελλάτωμα , κουσούρι

ακούω
μτφ. μυρίζω

ακρημιά
ακρινή

αλάργο
μακρυά (από κάτι - κάποιον)

αλαργοξορίζω
στέλνω πολύ μακρυά, στην ξενιτιά

αματέ
ματιά

αναλέγω
μαζεύω

αναμαζώνομαι
ησυχάζω, ηρεμώ, γυρίζω στα παλιά

αναστορούμαι
θυμάμαι

ανεργιάζω
καταλαβαίνω, το παίρνω χαμπάρι

ανιμένω
περιμένω

ανυφαντικό
υφαντό

αποδιαφωτά
ξημερώνει

αποκαμαρώνω
καμαρώνω

άρκαλος
ασβός

αρμηνεύω
λέω, στέλνω μήνυμα

ασάλευτος
ακίνητος , ακούνητος

ασπάλαθος
αγκαθωτό φυτό που υπάρχει στην Κρήτη

αστιβίδα
θάμνος

αφουγκράζομαι
ακούω

αχός
θόρυβος

βιόλα
χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κόκκινα λουλούδια (παπαρούνα - γαρύφαλλο)

βοργίζει
το κτυπάει ο βοριάς

βρίνω
βρίσκω

γειαίνω ή γιάνω
βρίσκω την υγεία μου

γιαγιέρνω
επιστρέφω

γιάντα
γιατί

γιδάρης
βοσκός σε γίδες

γλακώ
τρέχω

γλεντοκόπισμα
το έντονο (δυνατό - άγριο) γλέντι

γράδες
οι γριές

γρε
η γριά

γρόθος
η γροθιά, μτφ. (βρισιά) αυτός που είναι για γροθιές, ο βλάκας

γροικώ
νιώθω, δίνω προσοχή, ακούω

γύρενε
γυρεύουνε

γυρογιάλι
η ακρογιαλιά

γυρού γυρού
κυκλική συναγωγή

δείλι
το δειλινό

διάβα
πέρασμα

διακονιάρης
ζητιάνος

διαρμίζομαι
καθαρίζω, τακτοποιώ

δίφορος
αυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο

δρασκελίζω
περπατάω με μεγάλο βήμα

δρόσει
δροσερεύσει

ερέχτηκα
θαύμασα

ζα(ωζα)
τα ζώα

ζάλα
βήματα

ζόρες
ζόρισμα, κίνδυνος

θαρμίζω
ματιάζω

θαρμός
βασκανία, μάτιασμα

θαρρεύγομαι
εμπιστεύομαι

θέτω
ξαπλώνω

θρινάκι
το κοσκίνισμα των σταχυών στο αλώνι

θωρώ
βλέπω

ιδώ
δω - βλέπω

ίντα
τί (χρησιμοποιείται για ερώτηση)

καβαλίνα
κοπριά

καβρός
ο κάβουρας

καλλιά
καλύτερα

κατέ(χ)ω
ξέρω, γνωρίζω

κάτης
ο γάτος

κατούνα
σπίτι βοσκού στο βουνό (λέγεται και κονάκι)

κατσά-κατσά
κρυφά

κατσούλα
η γάτα

καψάλι
(γίνομαι καψάλι) καίγομαι

καψώνομαι
ξεσταίνομαι

κλησίδι
μικρό εκκλησάκι

κλουθώ
ακολουθώ

κοκλιομπάντουρο
το όστρακο του σαλιγκαριού

κονάκι
σπίτι βοσκού στο βουνό (λέγεται και κατούνα)

κοντό
περίπου

κοντό
άραγε

κόπιασε
πρόσκληση στο σπίτι

κουζουλάδα
τρέλλα, χαζομάρα

κουζουλός
τρελλός

κουλαντρίζω
καταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα

κούμος
μικρό κτίσμα στο βουνο που χρησιμοποιεί ο βοσκός για να βάλει 1-2 ζώα

κουτέντα
καλοπιάσματα

κοχλιός ή χοχλιός
σαλιγκάρι

κρούβγω
πνίγω

κρούταλο
παλαμάκι

κρυγιός
το κριάρι

κρυγιότι
το κρύο, κρύος καιρός (κάνει κρύο)

λάτρα
καθαριότητα, δουλειές του σπιτιού

λιοπύρι
ημέρα με πολύ μεγάλη θερμοκρασία

λογάμαι
περνιέμαι, περνάω για...

λογοσέρνω
φιλονικώ

λούσα
πολυτελή ρούχα και κοσμήματα

μαθιά
ματιά

μαϊνάρω
ησυχάζω, κοπάζω, γαληνεύω

μάλαμα
χρυσός

μάνι-μάνι
γρήγορα

μαρακλής
αυτός που έχει μεράκι(α) - αυτός που γλεντάει χωρίς να παρεκτρέπεται

μεϊντάνι
πλατεία,αγορά

μερακλίκι
το μεράκι η αγάπη για αυτό που κάνω

μικιός
μικρός

μισέυγω
φεύγω

μιτάτο
κτίσμα στο οποίο γίνονται τυροκομικές εργασίες

μολάρω
αφήνω

μονιάζω
συγκεντρώνω

μονομερίζω
ενώνω

μονοπαντώ
συγκεντρώνω σε ένα μέρος

μουζούρι
παλιά Κρητική μονάδα μέτρησης (1 μουζούρι ήταν περίπου 5 οκάδες)

μπαλω(θ-τ)ιά
πυροβολισμός

μπάντα
πλευρά, περιοχή

μπαντούρα
καπάκι όστρακου

μπαξές
περιβόλι, κήπος

μπέργιευλο
αυλή

μπέτης ή πέτης
το στήθος

μπλιό
πλέον

μπουνταλάς
βλάκας, χαζός

νέικη
νέα

νέφαλο
σύννεφο

νογώ
σκέφτομαι

νταγιαντώ
αντέχω

ντακάρω
ξεκινώ

ντουνιάς
ο κόσμος, ο λαός

ντουσουντίζω
σκέφτομαι

ξα σου
εσύ ότι πεις

ξαμώνω
σκοπεύω (σημαδεύω)

ξανοίγω
κοιτάζω, θωρώ

ξεγιαλίζω
ανοίγομαι στο πέλαγος

ξεκορφίζω
βγαίνω στην κορυφή ενός υψώματος

ξεπατώνομαι
ξεριζώνομαι

ξυφαίνω
υφαίνω

ξωμένω
διανυκτερεύω

ο(υ)λιά
στιγμή, μικρό κομμάτι

οματέ
φαγητό, από εντόσθια χοιρινά, γεμιστά με ρύζι και μυρωδικά

όντε
όταν

όξω
έξω, εκτός

όρθα
η κότα

οφτό
ψητό

οψάργας
εχθές το βράδυ

οψές εχθές
εχθές

οψές ταχιά
εχθές το πρωί

παιχνιδαμάτης
αυτός που κάνει παιχνίδια με τα μάτια του

παντέρμος
παντέρημος

παντίδει
(δεν παντίδει) δεν έρχεται, δεν είναι εύκολο

παραμερώ
βάζω παράμερα, παραμερίζω

πενιέται
πενεύεται

περαματίζω
όρος της υφαντικής

ποβγάνω
βγάζω έξω, ξεπροβοδίζω

ποδίδω
καταντώ

ποκρεμούμαι
αποκρεμιέμαι

πορευτής
αυτός που περνάει περαστικός

πορίζω
περνάω, βγαίνω έξω, φεύγω

πράμα
τίποτα

πρεπίζω
ταιριάζω, το φέρνω στα μέτρα μου

πριχού
πριν, προτού

προβατάρης
βοσκός σε πρόβατα

πυρώνω
ζεσταίνω

ριζιμιό
ριζωμένο (π.χ. ριζιμιό χαράκι - ριζωμένος βράχος)

ρόβι
όσπριο που η χρησιμοποιούταν για τροφή σε βόδια

ροδονίζω
γνωρίζω

σάζω
φτιάχνω

σάχνω
φτιάχνω

σεβντάς
ερωτικός καϋμός

σειρώνω
σουρώνω υγρά

σιγούρλιο
παρηγοριά

σιμώνω
πλησιάζω

σκάρα
γυπαετός

στένω
στέκομαι

στιβάνια
μπότες

συβάζομαι
πείθομαι

σφακολούλουδο
ο ανθός της πικροδάφνης

σφαλίζω
κλειδώνω, ασφαλίζω

ταβλί
τάβλα, κομμάτι ξύλου

ταγί
η βρώμη

ταλίμι
φιγούρα

ταχινή
το πρωί

τερτίπι
καμωματιά, κόλπο

τζαναμπέτης
ο καταφερτζής

τουτοσές
αυτός, ετούτος

τσιγκλώ
πειράζω, ενοχλώ

τσίπα
μεμβράνη που σχηματίζει το φρέσκο γάλα στην επιφάνειά του

φαίνω
υφαίνω

φανταξό
φάντασμα

φέγγος
λάμψη, φωτισμός

φιλεύω
κερνάω

φιλιά
φιλία

φιλιότσα(-ος)
το βαπτιστίρι

φιντάνι
βλαστάρι

φορούμαι
θεωρώ

φτάζω
φτάνω

φωλεύγω
κάνω φωλιά

χάβδαλο
το τελείως ξερό σέλινο

χαβεσιλίκι
πόθος επιθυμία , πάθος

χαβρίζω
φωνάζω πολύ δυνατά

χάζι
διασκέδαση (από θέαμα ή πράξη)

χαζιρεύγω
ετοιμάζω

χαζίρικα
έτοιμα

χαϊλάλης
ανισσόροπος , φαντασιόπληκτος

χαιράμενος
χαρούμενος

χαιτζώνω
προβάλλω αντίσταση , αγριεύω

χάκι (το)
το μερίδιο κάποιου

χάλαβρο
χάλασμα

χαλακατέβας
αδέξιος , ανεπιτείδιος

χαλασές (ο)
τόπος με χαλάσματα

χαλέπα
περιοχή με πετρώδες και ίσιο έδαφος

χαλίσικος
γνήσιος , άδολος , ανόθευτος

χάμαι
κάτω, καταγής

χαντώ
νομίζω , πιστεύω

χαραέτι
μεγάλη δίψα

χαράκι
μεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος

χαραμπάτης
σπάταλος

χαρκιάς
σιδηρουργός

χαρκιδειό
σιδηρουργείο

χαροκοπώ
γλεντώ διακεδάζω

χαρχαλεύω
ανακατώνω διάφορα πράγματα

χούγια
ιδιοτροπίες

χουμά κουτάλι
άνω - κάτω

χούμελι
γλυκό υγρό που έβγαινει από το βράσιμο της κερήθρας

χουρχούδα
μαγκούρα , ρόπαλο

χουφθιά
χούφτα

χοχλιομπάντουρο
το όστρακο του σαλιγκαριού

χοχλίος ή κοχλίος
σαλιγκάρι

χυνοβολώ
ορμώ

χυταρίζω
κατηφορίζω

χώνω
κρύβω

χωσμένος
κρυμμένος

ψαθούρι
χαμόστρωμα

ψακωντέ
η γεύση του πικρού , η πικράδα

ψαλάσσω
τσιμπολογώ

ψαλιμουδίζω
σιγομουρμουρίζω

ψαργάδινος
χθεσινοβράδυνος

ψαρογάροι
σαρδέλες παστές

ψεγαδιάστρα
η κουτσομπόλα γυναίκα

ψέγος
ψεγάδι , ελλάτωμα , ατέλεια

ψεσινός
χθεσινός

ψήμα
ψήσιμο

ψηφί
εκτίμηση

ψιακώνω
δηλητιριάζω

ψίκι
ακολουθία , πομπή

ψιμάρνι
όψιμο αρνί

ψιμιδευτός
στολισμένος

ψιμοκαιριάζω
αδυνατίζω

ψιμύθια
στολίδια σε κέντημα ή υφαντό

ψιχαλίδα
ψιλή βροχή , ψιχάλα

ψόμα
ψέμα

ψόμματα
ψέμματα

ψομματάρης
μεγάλος ψεύτης

ψύγομαι
μαραίνομαι

ψυχνιάζει
αρχίζει να πέφτει κρύο

ψυχνιός
ψυχρός