ΚΡΗΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ_ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ _Κρητικά μουσικά όργανα

Η φορεσιά της Κρήτης


1.Από Aetossss στις 27/8/2003 00:43


Της Ευαγγελίας Φραγάκη

Εκείνος που για πρώτη φορά επισκέπτεται ένα τόπο, έχει να δει εκτός από τα άλλα και τον τρόπο που ντύνονται οι κάτοικοι. Η Κρήτη έχει για χαρακτηριστική φορεσιά τη βράκα. (Με τον όρο βράκα νοείται το σύμβολον της φορεσιάς: ένδυμα σκελών και ανωτέρου τμήματος του σώματος). Οι τουρίστες επιστήμονες και μη, φωτογραφίζουν μαζί με τις αρχαιότητες κι όσους γραφικούς βρακοφόρους συναντήσουν. Δεν είναι πολλοί οι βρακοφόροι σήμερα. Μόνον οι γέροι φορούν τη βράκα καθημερινά. Οι νεώτεροι σε πανηγύρια, σε εθνικές γιορτές και... τις Απόκριες φορούν την επίσημη βράκα, τα χιαλβάρια, γιατί -α ς μη το κρύβομε - ντρέπονται να τη φορούν καθημερινά μη φανούν οπισθοδρομικοί. Είναι βέβαια και το κόστος μια αιτία για την εγκατάλειψη της βράκας τα φράγκικα τα βρίσκεις έτοιμα, φτηνότερα και μ' ευκολίες πληρωμής
Δίκαια θ' αναρωτηθεί κανείς από πότε φοριέται η βράκα στην Κρήτη. Αν έχει έντονο, ενδιαφέρον, θα ανατρέξει σε βιβλία, θα ερευνήσει, θα μάθει. Γιατί παλιότεροι επιστήμονες - περιηγηταί έχουν αφήσει συγγράμματα μέσα στα οποία βρίσκομε άπειρες πληροφορίες γενικά για την Κρήτη και ειδικότερα για τα ήθη, έθιμα, φορεσιά, ζώα, πουλιά, φυτά: Pierre Belon, J.P. de Tournefort, Claude Savary, Rob. Pashley, Victor Raulin, J. M. Tancougne κ.λπ.
Είμαστε ευγνώμονες στους ξένους αυτούς που κινημένοι από δίψα για παραδοξότητες, από πόθο να 'χουν κάτι να διηγούνται, αψήφισαν τους κινδύνους και τις εδυσκολίες των καιρών εκείνων και ήρθαν στο νησί μας, γράψανε, σχεδιάσανε, ζωγραφίσανε όσα εμείς μελετούμε σήμερα.


ΙΣΤΟΡΙΑ


Γυναικεία ενδυμασία

Οι γυναίκες της Κρήτης φορούν το σακοφούστανο (φούστα και σάκος) και το κατινάκι (φόρεμα με μπούστο προσραμμένο σε πλατιά φούστα), το τσεμπέρι στο κεφάλι και την μπροστοποδιά (εμπροσθέλλα). Στις γιορτές οι κοπέλες φορούν την κούδα, τη σάρτζα και το χρυσόπλεκτο.

Ανδρική ενδυμασία
Η βράκα της Κρήτης διαφέρει κατά περιφέρειες. Η βράκα του πεδινού (καμπίτης) είναι διαφορετική από τη βράκα του ορεινού (αορίτης). Η βράκα του καμπίτη των κεντρικών και ανατολικών νομών είναι μακρύτερη στη φουφούλα και πλατύτερη, η βράκα του αορίτη είναι κοντύτερη και στενότερη, κορδιστή. Ποικίλη η φορεσιά όπως ποικίλα είναι και τα ήθη και το γλωσσικό ιδίωμα εξ αιτίας του μεγέθους και των κλιματολογικών συνθηκών του νησιού.
Η χρήση της βράκας εγκαταλείπεται από τον περασμένο αιώνα, αρχικά με αργό ρυθμό στις αρχές όμως του αιώνα μας με γοργότερο. Οι μετακινήσεις των υπόδουλων Κρητών προς το ελεύθερο Βασίλειο, η επικοινωνία με ευρωπαϊκά στοιχεία κατά το διάστημα της αυτονομίας, το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική (για να πάνε στην Αμερική έπρεπε να αποβάλουν τη βράκα) και οι δύο μεγάλοι πόλεμοι διώχνουν τη βράκα και οι νέοι προτιμούν τα φράγκικα,τ α στενά. Στην αρχή πάλεψαν οι Κρητικοί ανάμεσα σε παράδοση και μόδα. Τους πρώτους που φόρεσαν φράγκικα κάπου κάπου τους πετούσαν και καμιά λεμονόκουπα. Αλλά ο νεωτερισμός στάθηκε ισχυρότερος, ενίκησεν το συντηρητικόν του Κρητικου και οι επιστρέφοντες από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο δεν ξαναφόρεσαν βράκα αλλά μια μικτή φορεσιά: πανταλόνι - κιλότα τύπου στρατιωτικού, που μπαίνει μέσα στα στιβάνια (υποδήματα), μεϊτάνι και γελέκι, ζώνη φαρδεία υφαντή, μαντήλι μαύρο στο κεφάλι. Και τούτη η φορεσιά περνά το τελευταίο της στάδιο οι νεώτατοι χωρικοίφορούν σακάκι ευρωπαϊκό, μαντήλι μαύρο στο κεφάλι,σ τιβάνια ψηλά, έως το γόνατο. Το καπέλο του ευρωπαίου δεν εξετόπισε το σαρίκι, ούτε το παπούτσι εξετόπισε το στιβάνι, γιατί είναι απαραίτητο εξ αιτίας της συστάσεως του εδάφους.
Εν πάση περιπτώσει όσοι φορούν ακόμη τη βράκα έχουν δύο φορεσιές: την καθημερινή που γίνεται από φτηνό πανί μαύρο ή μπλε σκούρο και τα καλά ρούχα ή Χιαλβάρια επίσημη φορεσιά, που γίνεται από τσόχα καλής ποιότητος χρώματος μπλε ρουά και γαρνίρεται με μεταξωτά κορδόνια. Και στις δύο φορεσιές έχομε για επενδύτη το καπότο που στις επίσημες εμφανίσεις φοριέται αναριχτό και είναι επενδεδυμένο με λεπτή κόκκινη τόσχα. Ασημένιο μαχαίρι που μπήχνεται στη ζώνη (μπουνιάλο ή μπασαλής) αλυσίδα ασημένια στο λαιμό με ρολόι που μπήχνεται επίσης στη ζώνη, είναι τα συμπληρώματα της επίσημης φορεσιάς.
Αχώριστος σύντροφος του χωρικού είναι το βουργάλι ή βουργίδι κρεμιέται στην πλάτη και περιέχει: το προσφάι (ελιές, τυρί, κρίθινο παξιμάδι οι ορεινοί επειδή είναι κτηνοτρόφοι και κυνηγοί, έχουν στο βουργιάλι και κρέας βραστό ή οφτό). Στο χέρι κρατούν την κατσούνα, ένα μπαστούνι γυριστό, από πρίνο (Κατσοπρίνο). Να πως τα λέει ένας γέρος βοσκός στις αναμνήσεις του:
... πουχα ραβδί κατσόπρινο βουργίδι ξομπλιασμένο
μ' οφτό αγρίμι και αρνί πάντα τονε γεμάτο
Ποιά ήταν η φορεσιά των Κρητών κατά τους παλαιότερους χρόνους μας δίδουν να ξέρομε Κρητικά συμβόλαια, εκθέσεις, Βενετών Προβλεπτών, κρητικά κείμενα (Ερωτόκριτος, Κατζούρμπος) και τοιχογραφίες απο βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες της Κρήτης. Πολύτιμες είναι για την έρευνα του κρητικού ενδύματος οι νωπογραφίες των Veneti nell Isola di Creta. Εικονίζουν Κρήτας δωρητάς και ανακαινιστάς εκκλησιών που περιέχονται στο σύγγραμα του Guis, Gerola Monum, των εκκλησιών με τα ονόματά τους. Δείχνουν τον οπλισμό, το χτένισμα, το ντύσιμο των Κρητών της εποχής. Σαν χρονολογημένες που είναι, μας πληροφορούν πως οι Κρήτες, διακόσια χρόνια μετά την εξαγορά και κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς "Ρωμαίοι" στο αίμα και την ψυχή κρατούν το βυζαντινό ένδυμα που φόρεσαν ή και φορούσαν κατά την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά.
Με την πάροδο του χρόνου σύμφωνα πάντα με τις νωπογραφίες, οι Κρήτες ακολουθώντας το νέο ρεύμα ή και κατόπιν διαταγών, προσαρμόζονται σε διαφορετικό τρόπο ντυσίματος, ντύνονται κατά τη Βενετσιάνικη μονάδα, ανάλογα με την τάξη που ανήκουν και το επάγγελμα που εξασκούν: βέστα ή τόγκα οι κατέχοντες κάποια δημόσια θέση, οι άνθρωποι των γραμμάτων και οι γιατροί, με ένδυμα σκελών και ήβης τη μονοκόμματη στενή περισκελίδα (calza) φεραφόλια, ταμπάρα και μαντέλα, ετερόχρωμα γιουπόνια, σωληνωτές σκούφιες (copricapo) και καπέλα, βράκες ολοκοφτές οι νεαροί κομψευόμενοι. Ενώ όμως οι εύποροι, οι ευγενείς και οι αξιωματούχοι των πόλεων και της υπαίθρου εντύνοντο με ρούχα ακριβά, οι αγρότες που έπασχαν οικονομικά από την αφαίμαξη των Βενετών είχαν καταντήσει κουρελήδες, κι ο καθένας ντυνότανε με ό,τι εύρισκε, ίσα ίσα για να κρύψει τη γυμνότητά του: "τινές εισιν ενδεδυμένοι μέρος ράκους, τινές ήμισυ χιτωνίσκου, άλλοι δισάκκιον ερριγμένον, έτεροι δε τον ένα πουν ενδεδυμένον τον δ' άλλον ου" γράφει ο ιερεύς Γρηγόροπουλος στα 1490. Ετσι, στις αρχές του β τεταρτου του 16ου αι. (1530 κ.ε.) που έκαμε την εμφάνιση της στην Κρήτη η γνωστή μας σήμερα βράκα, οι χωρικοί τη σιωπηρά ανοχή των Βενετών ντύθηκαν με το νέο ρούχο. Στην αρχή φορούσαν τη θηλακοειδή βράκα οι ολίγο, αργότερα οι περισσότεροι και το τελευταίο τέταρτο του 16ου αι., η θηλακοειδής βράκα εκυριάρχησε στην ύπαιθρο. Μόνο στις απρόσιτες κορυφές των Σφακίων, οι λεβέντες Σφακιανοί διατήρησαν την παλιά τους στολή, την κάρτσα (πανταλόνι πλατύ, μεταξύ βυζαντινού βρακού και περσικού σαραβάρου).
Από που όμως ήρθε η βράκα; Μεγάλο ζήτημα έχει γεννηθεί και πολλές γνώμες γράφτηκαν. Ο αείμνηστος Νικ. Πολίτης αποφαίνεται πως "δε είναι βέβαιον αν η βράκα ήτο γνωστή εις τους κρήτες προ της τουρκικής κατακτησεως". Με τη γνώμη Πολίτη τάσσονται και άλλοι επιστήμονες. Εν τούτοις έρευνα συγκριτική στο ένδυμα των λαών με τους οποίους η Κρήτη ήρθε σε σχέσεις εστω και αρνητικές, με οδήγησε στο συμπέρασμα πως ούτε οι Αραβες, ούτε οι Τούρκοι ούτε βεβαίως, οι Βενετοί εφόρουν τη βράκα που φοριέται ακόμη στην Κρήτη. Είναι αλήθεια πως στα καράβια του τουρκικού στόλου υπηρέτησαν βρακοφόροι με θηλακοειδή βράκα, αλλά οι βρακοφόροι αυτοί ήσαν Ελληνες, νησιώται ναυτικοί, που τους επεστράτευε ο σουλτάνος για να μανουβράρουν τα καράβια, όχι για να μάχονται. Οι Τούρκοι που υπηρετούσαν στον τουρκικό στόλο εφορούσαν, όπως φαίνεται σε πολλές εικόνες της εποχής το κοινό ένδυμα δια τους πολεμιστάς του ναυτικού. Μη έχοντας λοιπόν τη βράκα οι Τούρκοι δεν την έφεραν βέβαια στην Κρήτη. Η βράκα κατά την τουρκική κατάκτηση, υπήρχεν ήδη όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και σ' άλλα νησιά, στο παράλια της Πελοπονήσου, της Μικράς Ασίας, ακόμη και της Θράκης. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να πουμε πως η βράκα μεταδόθηκε από ναυτικούς, και τέτοιοι ήσαν οι Αλγερινοί κουρσάροι, που είχαν καταντήσει η μάστιξ της Μεσογείου. Μια φυλή Αλγερινών, οι Ζουάβοι, φορούσαν θηλακοειδή βράκα (που, ίσως, είναι εξέλιξη περιζώματος τύπου των κατοικων του Σιάμ το οποίον δίδει την εντύπωση βράκας). Τολμηροί ριψοκίνδυνοι και κερδοσκόποι οι Ζουάβοι δεν εδίσταζαν να κατεβαίνουν από τα βουνά τους και να γίνονται πειραταί, όπως έκαναν και οι Μαροκινοί βουνησιοι.
Διατήρησαν φυσικά οι από χαρακτήρος ανυπότακτοι αυτοί το εθνικό τους ένδυμα, το οποίον παρέλαβαν και άλλοι κουρσάροι οι κάτοικοι των παραλίων της Αλγερίας και αργότερα και της Τύνιδας. Η βράκα των κουρσάρων καπετάνιων των λαθρεμπόρων και των πλουσίων εμπορευμένων ήταν από τσόχα με πλούσια κεντήματα Συνοδευτο από γιλέκο ή φέρμελα φέσι με σαρίκι ή χωρίς σαρίκι ζώνη φαρδειά, χαμηλές μπότες ή σκαρπίνια, με επίβλημα το μπουρνούζι ή το πολυτελές σάλι.
Αυτού του τύπου τη φορεσιά τη βλέπομε αργότερα διαδεδομένη στη Μεσόγειο και παραλλαγή της είναι η βράκα της Κρήτης, η βράκα των νησιών του Αιγαίου, η βράκα των Ελλήνων ναυτικών. (Τον 16ο αιώνα φοριέται στη Γαλλική Αυλή από τους ευγενείς και τα "Παιδόπουλα" ένα καινούργιο είδος haut de chausses που λέγεται Greques, δηλαδή βράκα ραμμένη κατά τη μόδα των Ελλήνων).
Γιατί όμως άφησαν οι Ελληνες ναυτικοί την παλιά φορεσιά και φόρεσαν τη βράκα των Αλγερινών κουρσάρων; Και πως διαδόθηκε και επικράτησε η βράκα όχι μόνο στα παράλια αλλά και στην ενδοχώρα της Κρήτης;
Οι Κρήτες και οι άλλοι Ελληνες ναυτικοί κάτω από τους Βενετούς εταξίδευαν προς κάθε κατεύθυνση, τόσο σαν ιδιώται όσο και σαν μισθωτοί ή αγγαρευόμενοι. Εταξίδευαν όμως πάντα με το φόβο των τρομερών Αλγερινών πειρατών, ιδίως από την εποχή του Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα.
Οι ιδιώτες μάλιστα ναυτικοί έχαναν εκτός από τηζ ωή τους και τα εμπορεύματά τους και δεν ήσαν λίγοι εκέινοι που καταντούσαν σκλάβοι στη Μπαρμπαριά. Η ανάγκη λοιπόν τους έκανε να ντύονται με ευτελείς βράκες και γελέκια όπως μας δίδει να ξερουμε ο Μιχαήλ Θερβάντες στο Δον Κιχώτη. Σαν προφυλακτικό λοιπόν, για να μη φαίνονται από μακριά πως διαφέρουν θα παρέλαβαν το φέσι και τη βράκα των κουρσάρων, για να μπορούν να πλέουν ανενόχλητοι, τουλάχιστον μέχρι που να γίνει γνωστό το τέχνασμα. Η μεταμφίεση δεν ήταν κάτι το ασύνηθες για τα ναυτικά ήθη της εποχής, και έχομε μια σοβαρή μαρτυρία από έκθεση του Προβλεπτού Φραγκίσκου Μοροζίνη (Στ. Σοανάκη "Μνημεία Κρητικής Ιστορίας 11 σελ. 95-98). Μετά τους ιδιώτας ναυτικούς ίσως δε και τους εμπορευόμενους των παραλίων, θα φορεσαν τη βράκα κι οι "κατεργάρηδες" οι αγγαρευόμενοι, που εστρατολογούντο από τους Βνετούς σ' όλη την Κρήτη. Αυτοί και λίγο απελευθερωμένοι σκλάβοι, επιστρέφοντας στα χωριά τους, θα εξακολουθούσαν να φορούν τη βράκα, για λόγους οικονομικούς, όπως κάνουν και σήμερα οι απολυομενοι του στρατού, που μέχρι να αποκτήσουν πολιτικό κοστούμι φορούν τα ρούχα του στρατού.


1. Από Aetossss στις 27/8/2003 01:02
 

Σιγανός

Ο Σιγανός χορευόταν παλιά με τα χέρια σταυρωτά. Στα χρόνια της Τουρκικής σκλαβιάς είχε γίνει ο χορός της ομάδας και της φιλίας, η αλυσίδα της ενότητας, της ελευθερίας, της πνευματικής έκφρασης



 

Σούστα

Είναι ο ερωτικός χορός της Κρήτης. Ερμηνεύει τα πλόύσια συναισθήματα της κρητικής ψυχής, το αιώνιο τραγούδι της ζωής σε μια ερωτική και εντυπωσιακή μορφή.
Στην αρχαιότητα ήταν αντικρυστός πολεμικός χορός. Στα ειρηνικά διαστήματα πολιτογραφήθηκε σε χορό της αγάπης και του έρωτα. Το όνομα το πήρε από το "σουστάρισμα" των ποδιών που γίνονται συρτά, χαρούμενα, αθόρυβα και ερωτιάρικα.
Είναι από τους πιο όμορφους παιχνιδιάρικους και ερωτικούς χορούς της πατρίδας μαςτου Κρητικού λαού.



 

Συρτός

Ονομάζεται και Χανιώτης - από την επίδραση των δυτικών επαρχιών του νησιού. Αποτελεί την έκφραση μιας μυστικής απόφασης για ζωή και για θάνατο, αγάπες και κρυφούς καημούς. Με τα απλά, ομοιόμορφα, συρτά βήματα οι χορευτές διηγούνται τη δική τους πικραμένη ή χαρούμενη ιστορία.

 


 

Πεντοζάλης

Πήρε τ'όνομά του από τα πέντε ζάλα του (βήματα) και αποτελεί μέρος της κρητικής λεβεντιάς και αρετής.
Τα ήρεμα, καθοριστικά βήματα ακολουθούνται από θυμωμένα, γρήγορα, πηδηχτά.
Καθαρά πολεμικός χορός διαδηλώνει τον ξεσηκωμό, τη λεβεντιά, τον ηρωισμό και την ελπίδα.
Το μαύρο κρουσάτο μαντήλι που φορά στο κεφάλι ο χορευτής μαρτυρά τις θυσίες του κρητικού λαού.


 

Καστρινός

Ο Καστρινός ή πηδηχτός χορός είναι ο πιο αρρενωπός, ο πιο γρήγορος και εντυπωσιακός χορός της Κρήτης.
Το όνομά του το πήρε από το Μεγάλο Κάστρο, το σημερινό Ηράκλειο. Ονομάζεται και Μαλεβυζιώτης, ίσως γιατί στην επαρχία Μαλεβυζίου να διαμόρφωσε την τελική του μορφή.
Με το γρήγορο ρυθμό και τη ζωντάνια του δίνει την ευκαιράι στο χορευτή να επιδείξει τη σβελτοσύνη του, την αντοχή του, την ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει και να εντυπωσιάζει με τα τσαλίμια και τα αεράτα πηδήματά του.
Είναι ο πιο δύσκολος, αλλά και ο πιο αγαπημένος χορός της Κρήτης.

 

Λύρα:
Το ιερό όργανο - σύμβολο



  "Για δώστε μου τη λύρα μου, το δόλιο μου δοξάρι
να θυμηθώ τσ' αγάπης μου σήμερα τηνε χάνω"
Διγενής Ακρίτας
Αν και η λέξη λύρα αναφέρεται συχνά στα λογοτεχνικά κείμενα, οι πρώτες σαφείς αναφορές σε χορδόφωνο όργανο με δοξάρι γίνονται στο έπος του Διγενή Ακρίτα, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου μ.Χ. αιώνα. Το έπος συνεχίζοντας αναφέρει:
"αρπάζει το σκεπάρνι του, έν' αργυρό πριγιόνι
σ' έν περιβόλι σ' έμπηκεν, ελιάς κλανάρι κόβει,
ντογρί παιγνίδι έκαμε, ντογρί παιγνίδι κάνει.
Τα φίδια κόρδες έβαλε απάνω στο παιγνίδι
την όχεντρα την πλουμιστή δοξάρι στο παιγνίδι
και τα μικρά χεντρόπουλα στριφνάρια στο παιγνίδι..."
Αραγε τι μορφή να είχε η λύρα που περιγραφόταν στο έπος του Διγενή;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι μόνο στην ονομασία συνδέεται με το κυριότερο μουσικό όργανο της Αρχαίας Ελλάδας, σύμβολο του Θεού της μουσικής και του φωτός, του απολλώνειου πνεύματος.


Φαίνεται ότι όλα ξεκίνησαν από μία αναμφισβήτητη κοινή ανάγκη: να κάνουν οι άνθρωποι το μουσικό ήχο που παράγει μια χορδή να διαρκέσει περισσότερο από όσο όταν την κτυπούσαν, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια της μελωδικής γραμμής. Η ανάγκη αυτή ικανοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό με την ανακάλυψη ενός βοηθητικού μουσικού εργαλείου που, αν και το ίδιο δεν παράγει κανέναν ήχο, παρατείνει σύμφωνα με την επιθυμία του οργανοπαίκτη την παλμική κίνηση της εκάστοτε χορδής και κατά συνέπεια τον ήχο τον οποίο αυτή παράγει. Ασφαλώς το βοηθητικό αυτό μουσικό εργαλείο είναι το θρυλικό δοξάρι!


Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα χωρίς αυτό η λύρα δεν θα είναι λύρα αλλά και το βιολί δε θα είναι βιολί! Μέχρι πριν από μερικά χρόνια υπήρχε η πεποίθηση ότι η λύρα προέρχεται από το ραβάναστρον, όργανο χορδόφωνο με ηχείο, λαβή και δοξάρι, που λέγεται ότι κατασκεύασε ο μυθικός βασιλιάς Ραβάνας της Κεϋλάνης πριν περίπου 5.000 χρόνια. Σήμερα όμως οι περισσότεροι εθνομουσικολόγοι μεταθέτουν πλέον τον τόπο καταγωγής της στην Κεντρική Ασία: Σογδιανή, Χορασάν και Καζακστάν.

Σε αυτή την περιοχή βρέθηκε σύμφωνα με τον W. Bachmann, το παλαιότερο και λιγότερο αμφισβητήσιμο εικονογραφικό ντοκουμέντο που χρονολογείται γύρω στον 9ο αιώνα μ.Χ. Τότε λοιπόν φαίνεται ότι ξεκίνησε το παίξιμο με δοξάρι, όπου δηλαδή δε χτυπάμε τη χορδή του οργάνου (με το δάχτυλο, με κάποια πέννα ή με κάποιο σφυράκι - όπως στο σαντούρι) αλλά την τρίβουμε με μιαν άλλη χορδή (συνήθως από τρίχες αλόγου περασμένες με ρετσίνι).

Η τεχνική αυτή με το δεμένο ήχο και τη συνεχή μελωδική γραμμή δεν άργησε να περάσει και στο Βυζάντιο όπως και στους Άραβες την ίδια περίπου περίοδο δηλαδή ένα αιώνα μετά την ανακάλυψή της. Έτσι στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου η λύρα καταγράφεται για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία το 10ο αιώνα μ.Χ. από τον Πέρση Ibn Khurdadhbich.



Απεσταλμένος του χαλίφη Al Mutamid στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία συνέταξε μια έκθεση για τα μουσικά όργανα σύμφωνα με την οποία οι Βυζαντινοί έπαιζαν με δοξάρι τη Lura, ένα ξύλινο όργανο με 5 χορδές, παρόμοιο με το αραβικό rabab.



Η λύρα λοιπόν των αραβικών χρόνων θα υπάρχει σε δύο βασικούς τύπους ανάλογα με το σχήμα του σκάφους:


α) αχλαδόσχημα (σε όλη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα μέχρι τον 11ο αιώνα μ. Χ.)


β) φιαλόσχημη ή κεμεντζές και κεμανές (στους Έλληνες του Πόντου και την Καππαδοκίας).



Το παίξιμο της χορδής με το νύχι (κι όχι με την ψύχα του δάκτυλου, όπως στο βιολί) καθώς και τα γερακοκούδουνα (τα μικρά σφαιρικά κουδουνάκια στο δοξάρι που χρησιμοποιεί ακόμα και σήμερα ο Ψαραντώνης) αποτελούν παλαιότατες τεχνικές και γεφυρώνουν την Ανατολή με τη Δύση καθώς τα συναντάμε επίσης στη λύρα "σαράνγκι" της Ινδίας αλλά και στα όργανα των τροβαδούρων του Μεσαίωνα.



Στη Δυτική Ευρώπη, οι αραβικές παραλλαγές της λύρας (rabab) φαίνεται ότι πέρασαν από τα παράλια της βορειοδυτικής Αφρικής και μέσω του Γιβραλτάρ και της Ισπανίας μετασχηματίσθηκαν, ανάλογα με την περιοχή, σε όργανα άμεσα συγγενικά. Οι Μεσαιωνικοί τροβαδούροι έχουν τα rebec. Οι Κέλτες βάρδοι το crowth, οι Σκανδιναβοί και οι Ισλανδοί την talharpa, ενώ αργότερα (12ο αιώνα μ.Χ.) θα εμφανισθούν στη Γαλλία το pochette και στην Αγγλία το kit. Όλα αυτά τα όργανα ασφαλώς δεν ήταν λύρες αλλά κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς της. Στο τέλος της μεγάλης μουσικής περιπέτειας θα κάνουν την εμφάνισή τους στη Δύση οι βιέλες και οι βιόλες από τις οποίες θα προέλθει η οικογένεια του βιολιού. Όργανο το οποίο θα επηρρεάσει αργότερα και τη διαδρομή της παραδοσιακής αχλαδόσχημης λύρας.


Ο διακεκριμένος εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας εντοπίζει την πρώτη απεικόνιση της καθαρά αχλαδόσχημης λύρας σε τοιχογραφία τηου 17ου/18ου αιώνα μ.Χ. στη Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους. Της ίδιας εποχής, του 1743 πιο συγκεκριμένα είναι άλλωστε και η παλαιότερη λύρα που σώζεται. Ένα από τα παλαιότερα μουσικά όργανα στην Ευρώπη που σήμερα αποκαλείται "ντίβα" και εκτίθεται στο μουσείο παραδοσιακών οργάνων - συλλογή Φοίβου Ανωγιαννάκη.


Όμως οι ολοένα αυξανόμενες αστικές και δυτικές επιδράσεις θα συντελέσουν ώστε τις τελευταίες δεκαετίες η λύρα σιγά - σιγά να εκτοπίζεται στην Ελλάδα από το λαϊκό βιολί. Η διάδοση του ραδιοφώνου και η τελειοποίηση των συσκευών αναπαραγωγής ήχου με χωριά (χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε ότι στο χωριό Όλυμπος της Καρπάθου η παραδοσιακή λύρα κατέχει ισχυρότατη θέση καθώς το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε το 1981 ενώ ο αγροτικός δρόμος ανοίχθηκε το 1979).


Η παλιά, βυζαντινογεννημένη πολλές φορές, μελωδία συνθλίβεται ή παραφορτώνεται με ξένα στολίδια που την κάνουν αγνώριστη.


Το οξύ ηχόχρωμα της λύρας και η περιορισμένη μελωδική της έκταση, η έλλειψη ταστιέρας, η αρμονικότητα και η λιτότητα των γραμμών, το μικρό βάθος του σκάφους, οι εντέρινες χορδές και το κοντό δοξάρι με τα γερακοκούδουνα δεν ταιριάζουν στο δυτικοευρωπαϊκού τύπου παίξιμο και στο vibrato που απαιτεί ο σημερινός ακροατής, τα οποία δυστυχώς αλλοιώνουν και περιπλέκουν τη λιτή παραδοσιακή μελωδία.



Έτσι η λύρα μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε κακή απομίμηση του βιολιού. Στην Κρήτη αρχίζει από το 1930 και μετά υπόκειται σε σταδιακές αλλαγές με αποκορύφωμα των εμφάνιση στην δεκαετία του 1960 στο νησί της βιολόλυρας ή λυραβιόλας. Ο πρώτος τύπος αχλαδόσχημης κρητικής λύρας, το λυράκι και η κατάλληλη για γλέντια ανοιχτού χώρου βροντόλυρα εκτοπίζονται. Στα χρόνια μας, δυστυχώς πια, η σύγχρονη κρητική λύρα τόσο καλύτερη θεωρείται όσο περισσότερο μοιάζει με βιολί.



Το βιολί είναι αυτό που εκτοπίζει τη λύρα και από τις περισσότερες περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας. Σήμερα η λύρα έχει περιοριστεί σε λίγες περιοχές της Μακεδονίας όπως η Δράμα και η Αγία Ελένη Σερρών (ιερό όργανο των Αναστενάρηδων). Στο Αιγαίο υπάρχει ακόμα στην Κάρπαθο, στην Κάσο, στη Χάλκη ενώ τάσεις αναβίωσης υπάρχουν στη Σύμη, τη Λέρο και την Αστυπάλαια.



Στην Κρήτη παρ' όλες τις μεταβολές της από το 1930 και μετά και παρ' όλη την κυριαρχία του βιολιού στο Ανατολικό και Δυτικό άκρο του νησιού, η λύρα είναι όχι μόνο ζωντανή αλλά και με τη δυναμικότερη παρουσία.



Όπως και οι Έλληνες του Πόντου με τον κεμεντζέ τους ή οι Κωνσταντινουπολίτες με την πολίτικη λύρα οι Κρήτες βασίζουν στο γλυκόλαλο ήχο της λύρας τους τη διατήρηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας.



Έστω κι αν η λύρα είναι προϊόν μιας κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας που είναι βέβαιο ότι σήμερα δεν υπάρχει, έστω κι αν η τουριστική βιομηχανία έκανε τη λύρα ένα από τα πρώτα εξαγώγιμα και προς κατανάλωση σύμβολα, αυτή ακόμα ζει.


Η λύρα αντιστάθηκε στην καθοδηγούμενη μονοκρατία τους ενός τρόπου ντυσίματος, φαγητού, μουσικής, χορού, γλώσσας. Η λύρα αντιστέκεται στον εντυπωσιασμό των τεράστιων τεχνολογικών επιτευγμάτων και στην αφομοίωσή της στη νέα τάση για παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας των πολιτών.



Σε αυτό το νησί η λύρα δε θα είχε επιβιώσει αν δεν αποκτούσε το ρόλο ενός ισχυρού εθνικού συμβόλου πολιτισμικής ταυτότητας.


Γιατί για τον Κρητικό η λύρα είναι δίπλα στο σταυρό της ορθοδοξίας.


Οπότε στο μέλλον (ελπίζουμε πολύ αργότερα), οι μελλοντικοί κρητικοί γονείς να προσπαθήσουν να μεταφέρουν στα παιδιά τους την εικόνα του γνήσιου κρητικού, που ήδη σήμερα έχει αρχίσει να χάνεται, μια μορφή θα τους έρχεται στο νου. Μια μορφή ατίθαση, μαυροφορεμένη, με σαρίκι, στιβάνια και μαχαίρι ζωσμένο.


Μια μορφή ηλιοκαμένη που είτε καθιστή και με τη λύρα στον αριστερό μηρό, είτε με τη λύρα ακουμπισμένη στο ζωνάρι περιδιαβαίνοντας το χωριό μα διαλαλεί την ταυτότητα που έχει κρατήσει ζωντανό την κρητικό χαρακτήρα. Ένα χαρακτήρα που θα γλεντά με τη λύρα του ακόμα και μπρος στο θάνατο.


"Ακούστε ήντα μήνυσε ο νιος από τον Άδη:
-Χαρείτ' εσείς οι ζωντανοί 'κει στον απάνω κόσμο
γιατί επά οπού' μαστε στενός μας είν' ό τόπος.
Δεν έχει ο Άδης κοπελιές, μηδέ και χαροκόπους


μηδέ και σημαδότοπους να σημαδεύουν οι άντρες.

  Από Aetossss στις 26/8/2003